Η ασφαλιστική βιομηχανία κατέχει σημαντικότατο ρόλο σε ό,τι αφορά την εφαρμογή πρακτικών αειφόρου ανάπτυξης από τις επιχειρήσεις. Ο ρόλος αυτός αποκτά ιδιαίτερη σημασία εάν σκεφτεί κανείς πως είκοσι χρόνια μετά την καθιέρωση της έννοιας της αειφόρου ανάπτυξης (1987-Brundtland Commission), πολλές επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σαν πρόκληση την ενσωμάτωση πρακτικών αειφόρου ανάπτυξης στις δραστηριότητές τους.
Η εφαρμογή μίας πολιτικής αειφόρου ανάπτυξης περιλαμβάνει μία σειρά περίπλοκων ενεργειών όπως η περιβαλλοντική πολιτική, η οικονομική διαχείριση, η διαχείριση ανθρωπίνου δυναμικού, η θέσπιση κανόνων ηθικής συμπεριφοράς, η μέτρηση περιβαλλοντικών επιδόσεων, η ενεργειακή διαχείριση, η διαχείριση αποβλήτων κ.ά. Η υιοθέτηση των παραπάνω πρακτικών είναι αναμφισβήτητα χρονοβόρα και δαπανηρή, ωστόσο οποιαδήποτε συνετή επιχείρηση πλέον αναγνωρίζει τη σημασία της εφαρμογής τους για την μακροχρόνια επιβίωση και ανάπτυξή της.
Πώς, όμως, συνδέεται η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης με την έννοια της ασφάλισης;
Η έννοια της ασφάλισης έχει σαν στόχο την προστασία των επιχειρήσεων από απρόοπτα και ακούσια γεγονότα τα οποία μπορεί να τις οδηγήσουν σε απώλεια περιουσίας, ζημιές, ή νομικές ευθύνες οι οποίες, ελλείψει ασφαλιστικής κάλυψης, μπορεί με τη σειρά τους να επιφέρουν σημαντικότατα έξοδα, ή ζημιογόνα αποτελέσματα (όπως η απώλεια εμπιστοσύνης των επενδυτών, η υποβάθμιση από οίκους αξιολόγησης, η μείωση της αξίας μετοχής). Οι ασφαλιστικές εταιρείες, πέραν των «παραδοσιακών» προϊόντων που προσφέρουν, διαθέτουν και κάποια εξειδικευμένα προϊόντα τα οποία βοηθούν τις επιχειρήσεις να περιορίσουν την έκθεσή τους σε περιβαλλοντικούς κινδύνους. Μερικά από τα προϊόντα αυτά είναι: ασφάλιση για ευθύνη μόλυνσης του περιβάλλοντος, ασφάλιση για περιβαλλοντική καταστροφή, ασφάλιση περιουσίας για πράσινα κτήρια, προϊόντα για έργα αιολικής και ανανεώσιμης ενέργειας, υπηρεσίες αποκατάστασης και ανακαίνισης ζημιών από μεταλλευτικές εργασίες και εργασίες επιχωμάτωσης κ.ά.
Συνεπώς η ασφαλιστική αγορά μπορεί να υποστηρίξει και να ενισχύσει τις επιχειρήσεις στην προσπάθειά τους να εφαρμόσουν πρακτικές αειφόρου ανάπτυξης. Υπό μία έννοια μπορούμε να πούμε πως οι ασφαλιστικές εταιρείες «διευκολύνουν» και «ανταμείβουν» τις εταιρείες οι οποίες συμμορφώνονται με τα περιβαλλοντικά πρότυπα περιβαλλοντικής διαχείρισης, εθνικά και διεθνή (π.χ. ISO 14001): Πρώτον, με το να μετακυλύουν τους περιβαλλοντικούς κινδύνους τους. Δεύτερον, με το να προσφέρουν όρους οι οποίοι βοηθούν τις επιχειρήσεις να εφαρμόσουν περιβαλλοντικά φιλικές πρακτικές, και Τρίτον με το να τις συμβουλεύουν σχετικά με περιβαλλοντικά “best practices” (π.χ. loss control surveys κ.ά.) προκειμένου να μειώσουν την έκθεσή τους σε περιβαλλοντικούς κινδύνους.
Δυστυχώς, όμως, κάποιοι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν μέσω ενός ασφαλιστικού προγράμματος. Για παράδειγμα οι ασφαλιστικές εταιρείες δεν είναι πρόθυμες να ασφαλίσουν τη χρήση απαγορευμένων από το νόμο χημικών, ή εργοστάσια τα οποία βασίζονται σε υδατοκαλλιέργειες οι οποίες απειλούνται από ξηρασία. Συνεπώς μπορούμε να πούμε πως η ασφαλιστική αγορά «αναγκάζει» επιχειρήσεις με τέτοια «μη ασφαλίσιμα» χαρακτηριστικά να υιοθετήσουν περιβαλλοντικά φιλικές πρακτικές. Η απροθυμία, λοιπόν, των ασφαλιστών να διαχειριστούν κάποιους κινδύνους ενθαρρύνει στην ουσία τη χρήση πρακτικών οι οποίες είναι ασφαλίσιμες και συνεπώς συνεισφέρουν στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Η περιβαλλοντική ασφάλιση εξακολουθεί να παραμένει ένα «νέο είδος» για πολλές επιχειρήσεις. Ωστόσο, λόγω της πρόσφατης αύξησης των κανονισμών και νομοθετικών πλαισίων που διέπουν την περιβαλλοντική ευθύνη και της ανάγκης για συμμόρφωση προς αυτές, το είδος αυτό της ασφάλισης αποτελεί όλο και περισσότερο ένα πολύτιμο εργαλείο μετακύλισης κινδύνων, και αναγκαίο κομμάτι μίας ολοκληρωμένης στρατηγικής βιώσιμης ανάπτυξης. Έτσι όλο και περισσότερες επιχειρήσεις ανεξαρτήτως κλάδου αναζητούν από τους ασφαλιστικούς συμβούλους τους λύσεις για την ασφάλιση και μετακύλιση των περιβαλλοντικών κινδύνων τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου